- δρεπανηφόρα
- δρεπανηφόροςbearing a scytheneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве … Википедия
μάχιμος — η, ο (ΑM μάχιμος, ον και μάχιμος, η, ον) 1. ικανός, επιτήδειος για μάχη, πολεμικός, αξιόμαχος («αἱ μάχιμοι μυριάδες», Ηρόδ.) 2. πολίτης ικανός για πόλεμο, οπλίτης, στρατιώτης νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει σε στρατιωτικό σώμα ή σε στρατιωτική δύναμη … Dictionary of Greek
Γαυγάμηλα — Αρχαία πόλη της Ασσυρίας, στο σημερινό Ιράκ, Α του Τίγρη ποταμού και Δ του παραποτάμου του Μεγάλου Ζάβα (αρχαίου Λύκου). Κατά τον Αρριανό, απείχε από τα αρχαία Άρβηλα (σημερινό Ερμπίλ) εξακόσια στάδια, δηλαδή περίπου 110 χλμ. Κατά τον γεωγράφο… … Dictionary of Greek